«Θα ήταν αρκετό να περιμένετε λίγο ακόμα, Αθηναίοι, κι ο θάνατος
θα ερχόταν μόνος του για να σας απαλλάξη από τον Σωκράτη. Αλλά με τη
βιασύνη σας, πράξατε κάτι που προσβάλλει όλη την πόλη. Με καταδικάσατε
όχι γι’ αυτά που αναφέρει η κατηγορία, αλλά γιατί σεβάστηκα τον εαυτό
μου, γιατί ντράπηκα να σας πω ό,τι θα σας ήταν ευχάριστο, γιατί δεν
καταδέχτηκα να κλάψω, να ξεπέσω σε καμώματα ανάξια, που εσείς τάχατε
συνηθίσει από τους άλλους.»
Ένας σύντομος ψίθυρος διατρέχει το πλήθος.
«Δε θέλησα όμως, επειδή αντιμετωπίζω το θάνατο, να κάνω κάτι
αταίριαστο για έναν ελεύθερο άνθρωπο. Όπως στον πόλεμο, έτσι και στη
δίκη, δεν πρέπει κανείς να σκέφτεται πώς θ’ αποφύγη με κάθε τρόπο το
θάνατο. Κι αλήθεια, στον πόλεμο υπάρχουν τέτοιοι τρόποι: αρκεί να πετάξη
κανείς τα όπλα και να ικετέψη ταπεινά τους διώκτες του. Κι άλλα
παρόμοια. Προσέξτε όμως, Αθηναίοι, γιατί η κακία τρέχει πιο γρήγορα από
το θάνατο. Και τώρα, εμένα, επειδή είμαι και γέρος και αργοκίνητος, με
πρόλαβε ο θάνατος. Τους κατηγόρους μου όμως, επειδή είναι νέοι και
σβέλτοι, τους πρόλαβε η γρηγορώτερη, η κακία. Εγώ θα φύγω καταδικασμένος από σας σε θάνατο, αυτοί θα φύγουν καταδικασμένοι από την αλήθεια σαν ένοχοι κακότητας και αδικίας. Θέλω, όμως, τώρα που βρίσκομαι τόσο κοντά στο θάνατο, να κάνω μια πρόβλεψη…».
Στην Αγορά, όλοι κρατούν την ανάσα τους.
Ο Σωκράτης κοιτάζει μακριά, κατακεί που υψώνονται οι
λαμπροί ναοί της Ακρόπολης που διαγράφονται καθαρά στη διάφανη
ατμόσφαιρα της βραδιάς.
«Σήμερα», συνεχίζει ο Σωκράτης, «με καταδικάσατε
νομίζοντας ότι θα γλιτώσετε έτσι από την υποχρέωση να δίνετε λόγο για τη
ζωή σας. Εγώ όμως σας προλέγω ότι το αποτέλεσμα θα είναι αντίθετο.
Γιατί θα είναι περισσότεροι εκείνοι που θα σας ελέγχουν – κι όχι μόνο
περισσότεροι αλλά και πιο επίμονοι, όσο πιο νέοι θα είναι. Και σεις θα
θυμώνετε περισσότερο. Μη φαντασθήτε πως θα λείψουν εκείνοι που θα
αμφισβητούν τον τρόπο της ζωής σας. Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια σ’
αυτούς που με καταδίκασαν».
Τώρα ο Σωκράτης στρέφεται προς τους δικαστές που έδωσαν αθωωτική ψήφο:
«Σήμερα, μου συνέβη κάτι εξαιρετικό. Ξέρετε για το δαιμόνιο που
μιλά μέσα μου, γι’ αυτήν τη φωνή που με σταματά κάθε φορά, όταν δεν
πρέπει να κάνω κάτι, ακόμα και στη μέση μιας συζήτησης. Ε, λοιπόν, ούτε
σήμερα το πρωί που έβγαινα από το σπίτι μου, ούτε όταν έμπαινα στο
δικαστήριο, ούτε σε κανένα σημείο της απολογίας μου, όταν πήγαινα να πω
κάτι, μου εναντιώθηκε. Πράγμα που σημαίνει ένα μόνο: πως ό,τι έγινε,
έχει γίνει για το καλό μου και δεν μπορεί να είναι σωστή η γνώμη εκείνων
που νομίζουν ότι ο θάνατος είναι κάτι κακό. Γιατί για μένα υπάρχει η
απόδειξη.»
Ώστε ο θάνατος είναι κάτι καλό; Ο Σωκράτης συνεχίζει:
«Ναι, αυτή είναι η μεγάλη μου ελπίδα. Γιατί ένα από τα δύο μπορεί
να συμβαίνει σχετικά με το θάνατο: ή είναι η απόλυτη αναισθησία του
μηδενός, σαν ένας βαθύς ύπνος, δίχως τέλος, ή η μετανάστευση της ψυχής,
από τη γη σ’ έναν άλλον κόσμο, που κυβερνιέται από τους υπέρτατους
νόμους της οικουμενικής δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, δε με φοβίζει,
γιατί μια μεγάλη αλήθεια με παρηγορεί: τίποτα κακό δεν μπορεί να πάθη ένας δίκαιος άνθρωπος, ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο. Γι’ αυτό, δεν κρατώ κακία ούτε για τους κατηγόρους μου, ούτε για τους δικαστές που με καταδίκασαν.»
Οι έντεκα δεσμοφύλακες έχουν τώρα ανέβει στο βήμα όπου στέκει ο κατάδικος.
«Ώρα να φεύγωμε», λέει ο Σωκράτης, «εγώ για να πεθάνω, εσείς να ζήσετε. Ποιος από μας βαδίζει προς ένα καλύτερο πεπρωμένο, αυτό μονάχα ο Θεός το ξέρει.»
Δείτε επίσης:
Τα τελευταία λόγια του Σωκράτη...
Reviewed by stoklari
on
11.12.11
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια: